- αλεξίφωτο
- το Ναυτ.πέτασμα σε σχήμα τρίεδρης γωνίας, στο βάθος τού οποίου τοποθετούνται οι πλευρικοί φανοί πλεύσεως τών πλοίων έτσι ώστε να γίνονται ορατοί μόνο υπό τη γωνία που προβλέπουν οι διεθνείς κανονισμοί αποφυγής συγκρούσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλεξι-* + φως].
Dictionary of Greek. 2013.